- ανακλισις
- ἀνάκλισιςἀνά-κλῐσις-εως ἥ1) лежачее положение, лежание
(ἀ. καὴ στάσις καὴ καθέδρα Arst.)
2) подъем (с постели), вставание(ἐξέγερσις καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. καὴ στάσις καὴ καθέδρα Arst.)
(ἐξέγερσις καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
восклонение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἀνάνευσις) успокоение; (ἀνάκλισις) постель, ложе;… … Словарь церковнославянского языка
ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… … Dictionary of Greek